- κατεσκευάσατο
- κατασκευάζωequipaor ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατεσκευάσατ' — κατεσκευάσατο , κατασκευάζω equip aor ind mid 3rd sg κατεσκευάσατε , κατασκευάζω equip aor ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεωφόρος — (I) η πλατύς και πολυσύχναστος δρόμος, ο οποίος είτε βρίσκεται σε κέντρο πόλης ή σε καίριο σημείο της είτε συνδέει το κέντρο πόλης με τα περίχωρα ή τα περίχωρα μεταξύ τους (α. «λεωφόρος Συγγρού» β. «λεωφόρος Ποσειδώνος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεωφόρος… … Dictionary of Greek